Sunday, January 27, 2013

Ποιος φοβάται τη Δικαιοσύνη;

του Σπύρου Βλαχόπουλου

Το Βήμα

27 Ιανουαρίου 2013

Από τις τρεις κρατικές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) παλαιότερα ο κόσμος εμπιστευόταν περισσότερο τη νομοθετική. Ο λόγος ήταν μάλλον απλός: το Κοινοβούλιο αποτελούσε την αντιπροσωπεία του λαού και το αντίβαρο στην εκτελεστική εξουσία του μονάρχη. Οταν όμως σταδιακά τα μοναρχικά πολιτεύματα άρχισαν να φθίνουν και τα Κοινοβούλια να ταυτίζονται με τις κυβερνήσεις (με τον πρωθυπουργό να κινεί ουσιαστικά τα νήματα και των δύο εξουσιών), τότε η νομοθετική εξουσία έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυθεντία που της προσέδιδε η λειτουργία της ως «αντίπαλον δέος» στην αυθαίρετη εξουσία του μονάρχη. Σε αυτό συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες, όπως η κακή νομοθέτηση και η εξυπηρέτηση πελατειακών συμφερόντων μέσω της νομοθετικής εξουσίας. Σημασία έχει πάντως ότι ταυτόχρονα αυξανόταν το κύρος της δικαστικής εξουσίας, ως εκείνης της εξουσίας που είναι ανεξάρτητη και υψηλού επιπέδου, διασφαλίζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Τον τελευταίο όμως καιρό έχει αρχίσει στη χώρα μας η αμφισβήτηση και αυτής ακόμη της δικαστικής εξουσίας. Κορυφαίοι κρατικοί λειτουργοί ασκούν κριτική στη Δικαιοσύνη και δημοσιεύματα του Τύπου κρίνουν δικαστικές αποφάσεις με πολιτικούς όρους, όπως συνέβη με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μνημόνιο και την ιθαγένεια. Παράλληλα, πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα: Είναι ανεξάρτητη η ελληνική Δικαιοσύνη; Επιτρέπεται να της ασκείται κριτική, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης; Μήπως οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ή τουλάχιστον ορισμένοι εξ αυτών, έχουν συμβάλει στον κλονισμό της εικόνας τους; Ποιος είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης στη σύγχρονη τάση να κρίνουμε αντισυνταγματικά όλα όσα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους από πολιτική άποψη ή θίγουν τα προσωπικά μας συμφέροντα;

Περισσότερα

Friday, January 25, 2013

Η αποτυχία των θεσμών

του Π.Κ.Ιωακειμίδη

Τα Νέα

25 Ιανουαρίου 2013

Στο σημαντικό βιβλίο τους Γιατί τα έθνη αποτυγχάνουν: Οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας (Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity and Poverty - Profile Books, 2012), οι καθηγητές D. Acemoglu και J. Robinson διατυπώνουν τη βασική υπόθεση ότι «οι χώρες διαφέρουν στον βαθμό της οικονομικής τους επιτυχίας λόγω της ποιότητας των θεσμών και των κανόνων που προσδιορίζουν το πώς λειτουργεί η οικονομία καθώς και των αξιών και κινήτρων που εμπνέουν τους πολίτες». Οι συγγραφείς αποδίδουν δηλαδή την ύπαρξη ευημερίας ή φτώχειας καθώς και την οικονομική σταθερότητα σε μια χώρα σε πολιτικούς (θεσμούς) και πολιτιστικούς λόγους (κίνητρα για δράση). Μολονότι οι συγγραφείς μελετούν κυρίως αναπτυσσόμενες κοινωνίες και οικονομίες (Αφρικής, Λ. Αμερικής, Ασίας κ.ά.), η θέση τους ότι «οι θεσμοί είναι αυτοί που ευθύνονται, αυτοί που κρατούν τις φτωχές κοινωνίες φτωχές και τις εμποδίζουν να προωθήσουν τη διαδικασία ανάπτυξης ή ακριβώς το αντίθετο» προβάλλεται ως ισχύουσα και για άλλες περιπτώσεις ανεπτυγμένων κρατών. Και όταν αναφέρονται στους θεσμούς συμπεριλαμβάνουν το σύνολο των κρατικών, διοικητικών, πολιτικών δομών που συγκροτούν μια ορισμένη πολιτική οντότητα.

Η θέση των συγγραφέων είναι απολύτως σχετική με την Ελλάδα. Κατά βάση η οικονομική κρίση στην οποία οδηγήθηκε η χώρα συνιστά θεσμική/πολιτική αποτυχία ενώ τροφοδοτήθηκε από ένα ορισμένο πολιτιστικό μόρφωμα. Η θεσμική αποτυχία έγκειται στην αδυναμία κρατικού συστήματος, διοίκησης και πολιτικών φορέων να επιλύουν προβλήματα, να λειτουργούν ουδέτερα για την προαγωγή του γενικού συμφέροντος, να υπηρετούν την κοινωνία και τους πολίτες γενικώς και όχι επιμέρους συμφέροντα. Το πολιτιστικό μόρφωμα που τροφοδότησε την κρίση συναρθρώνεται με τα στοιχεία του ανορθολογισμού, της απουσίας εμπιστοσύνης σε θεσμικές δομές και ανάδειξη των διαπροσωπικών σχέσεων, στην ελάχιστη έμφαση στην ανάγκη απαρέγκλιτης τήρησης των κανόνων (ανομία), την ανάδειξη του κράτους στο ρόλο του απόλυτου προστάτη (ή του απόλυτου αντιπάλου), στην προβολή της προσωπικότητας μέσω εξωτερικών στοιχείων (κατανάλωσης, επιδεικτικής συμπεριφοράς).

Περισσότερα

Tuesday, January 8, 2013

Δικαστές κόντρα στον νόμο

του Παναγιώτη Κ. Τσούκα

Καθημερινή

8 Ιανουαρίου 2013

Από τον ανοικτό, πια, πόλεμο όλων εναντίον όλων που μαίνεται στη χώρα, οι δικαστές αποφάσισαν να μην απέχουν. Με το μόνο μέσο με το οποίο οι Ελληνες ξέρουν να διεκδικούν τα «δίκια» τους, την κατά μέτωπο έφοδο στα δημόσια αγαθά, οι δικαστές επέλεξαν ως μέσο πολιτικής πίεσης την ανάσχεση αυτής της ίδιας της δικαιοδοτικής λειτουργίας του κράτους, την οποία, πάντως, είχαν ορκισθεί να υπηρετούν τηρώντας το Σύνταγμα και τους νόμους.

Απέχοντας από τα καθήκοντά τους δεν την επιβαρύνουν μόνο με χιλιάδες ανεκδίκαστες υποθέσεις, αλλά απομειώνουν, μέχρις εκλείψεως, ό,τι απέμεινε από το συμβολικό κεφάλαιο των δικαστικών μας θεσμών. Κεφάλαιο που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι ταυτόσημο με το προσωπικό, ενός εκάστου δικαστή, κοινωνικό γόητρο, ώστε να το χειρίζονται κατά το δοκούν, σπαταλώντας το απερίσκεπτα.

Οι Ελληνες δικαστές με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους κατόρθωσαν να πείσουν και τους πιο δύσπιστους ότι λίγο διαφέρουν από τους αρίφνητους υπαλλήλους του υδροκέφαλου Δημοσίου και του διαβόητου «ευρύτερου δημόσιου τομέα»: όταν πρόκειται για τα «δίκια» τους δεν υπάρχει τίποτα να τους σταματήσει -ούτε το ίδιο το Σύνταγμα- και τίποτα να τους κάνει να ντραπούν - ούτε η δημόσια κατακραυγή. Γιατί; Πώς εξηγείται αυτό;

Οι Ελληνες δικαστές γνωρίζουν καλά ό,τι κατέχει κάθε Ελληνας πολίτης. Γνωρίζουν ότι ο δημόσιος πλούτος της χώρας ποτέ δεν κατανεμήθηκε υπεύθυνα από τις κυβερνήσεις της με διαδικασίες διαφανείς και αξιακό κώδικα κοινώς αποδεκτό. Εχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι δεν θα ανέβαιναν ούτε κατ’ ελάχιστο στην υπόληψη των συμπολιτών τους αν αυτοί, μόνοι απ’ όλους τους μισθοδοτούμενους του ελληνικού Δημοσίου και των παραγώγων του, απείχαν από κάθε «δυναμική κινητοποίηση», αν είχαν περιορισθεί σε παραστάσεις ενώπιον κυβερνητικών αξιωματούχων, αν είχαν αρκεσθεί στην ανάπτυξη νομικών, συνταγματικών έστω, επιχειρημάτων και στην επίκληση συγκριτικών στοιχείων από την Ευρώπη.

Περισσότερα

Thursday, January 3, 2013

Free Speech When Constitutionalism Was Unpopular

by Laura Weinrib

Chicago's Best Ideas

January 2013

In the mid-1930s, the future of judicial review was uncertain. Politicians, social activists, and even legal academics denounced the federal judiciary’s hostility toward New Deal legislation as a threat to democratic progress and economic recovery. In the face of President Roosevelt’s “court-packing plan” and competing proposals to curb judicial power, conservative lawyers sought strategies for restoring popular faith in the federal courts. Their solution, Professor Weinrib will argue, was to embrace a cause they had long denounced as a front for radical activity: the judicial protection of free speech. After decades of heated clashes, the American Bar Association joined forces with its long-time adversary, the American Civil Liberties Union, to celebrate the First Amendment. In a self-conscious attempt to improve its public image, it recast the federal judiciary as a defender of personal liberties as well as economic rights. The new civil liberties consensus produced an unprecedented but durable commitment to a constitutional and counter-majoritarian theory of free speech.

Laura Weinrib is Assistant Professor of Law at the University of Chicago Law School. This Chicago's Best Ideas talk was recorded on November 7, 2012.

Listen to the speech

Σύνταγμα - κουρελού

του Αντώνη Παπαγιαννίδη

Protagon.gr

3 Ιανουρίου 2013

Ακριβώς πάνω στην αλλαγή του χρόνου – με την αποχώρηση του annus horribilis 2012, άλλωστε δίσεκτου. με το ξεκίνημα του αμφιλεγόμενου 2013, με συστατικό του το «13» για τους προληπτικούς – ξέσπασε η επικίνδυνη όσο και άθλια υπόθεση (και τους δυο χαρακτηρισμούς, τους χρησιμοποιούμε με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο: η αισθητική διάσταση έχει ούτως ή άλλως προ πολλού εγκαταλείψει την δημόσια σκηνή στην Ελλάδα) με την λίστα Λαγκάρντ/Φαλτσιανί, με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου (που, ως κουτσό πλέον σκυλί, σπεύδουν να τον κλωτσήσουν πολλοί που τον ινδαλματοποιούσαν άκριτα), με τις επιμελημένες παραλείψεις της διερεύνησης του θέματος. Ό,τι χρειάζεται για να φεύγει η προσοχή από τα αληθινά δυσάρεστα και βαριά των ημερών και μηνών μπροστά μας!

Πάντως, με αφορμή την υπόθεση λίστας Λαγκάρντ – Παπακ, ξαναβρέθηκε στο προσκήνιο το Σύνταγμα-κουρελού μας. Με το (ψηφισμένο με συγκλονιστική πλειοψηφία) άρθρο 86 του… το οποίο συνταγματοποίησε την ατιμωτική λογική της ΜΗ-ευθύνης υπουργών, που τώρα όλοι (ή σχεδόν όλοι….) σπεύδουν να «διορθώσουν» ερμηνευτικά για να μην τους πάρει ο κόσμος με τις πέτρες.

Γέμισαν τα καφενεία, πάλι, ή έστω τα τηλεπαράθυρα με το τι αποτελεί «αδικήματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους [των υπουργών]» (παράγραφος 1) και τι είναι «το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος» (παράγραφος 3). Άνθισαν οι συνταγματολόγοι. Ξιφούλκησαν οι δικηγόροι. Επέστρεψαν στην πρώτη γραμμή τα καφενεία, τα τηλεπαράθυρα. Τελικά, βέβαια, θα κρίνει το πράγμα η Βουλή – το μεγαλύτερο καφενείο απ’ όλα!

Περισσότερα

Wednesday, January 2, 2013

The Supreme Court’s disdainful approach toward U.S. democracy

by Geoffrey R. Stone

Washington Post

Letter to the Editor
January 2, 2013


George F. Will [“‘Disdain’ and democracy,” op-ed, Dec. 30] appeared to understand neither Pamela S. Karlan’s thesis in her Harvard Law Review article (which was spot on) nor the proper role of the Supreme Court in our constitutional system.

That role, in short, is to respect and uphold the reasonable judgments of the democratically elected branches of government except when there is a compelling reason to distrust those judgments. As the Supreme Court has recognized for the past 75 years, such distrust is warranted in two situations: when the majority enacts laws that disadvantage a historically oppressed group and when the majority enacts laws that perpetuate its own authority. It was this understanding of its constitutional responsibility that quite properly drove the decision-making of the Warren Court.

From this perspective, the conservative justices of the Roberts Court have a rather perverse view of their role. On the one hand, they consistently vote to uphold laws that disadvantage women, African Americans, political dissenters and people accused of crime. On the other, they consistently vote to invalidate laws that regulate guns, limit campaign expenditures by corporations and wealthy individuals and guarantee health care to all Americans.

More