Sunday, May 23, 2010

«Τα εν δήμω μη εν οίκω»

του Σταύρου Τσακυράκη

Το Βήμα
23 Μαΐου 2010

Είναι δίκαιο να δημοσιεύονται τα ονόματα όσων κατηγορούνται για φοροδιαφυγή; Οσων κατηγορούνται για διάπραξη κάποιου αδικήματος; Να δημοσιοποιούνται οι αποδοχές των εργαζόμενων στην ΕΡΤ; Στη σημερινή συγκυρία οι κραυγές είναι προς μια κατεύθυνση· και αυτή είναι βροντερά καταφατική. Μόλις όμως πριν από λίγο καιρό η αντίληψη για τα προσωπικά δεδομένα, για το τι πρέπει να κρατείται μυστικό ή όχι, είχε οδηγήσει στο ευτράπελο να αναφέρεται στον Τύπο η είδηση για τη σύλληψη κάποιου προσώπου και αντί του ονόματός του ο προσδιορισμός να γίνεται με την ηλικία, το επάγγελμα ή άλλα χαρακτηριστικά. Με ποιες αρχές μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα ανεξαρτήτως συγκυρίας;

Υποθέτω ότι αν ρωτήσουμε κάποιον γιατί δεν πρέπει να αποκαλυφθεί με ποιον κοιμήθηκε το βράδυ θα έχει έτοιμες διάφορες πειστικές απαντήσεις, με την πιο απλή και αυτονόητη ότι το τι κάνει κάποιος στην κρεβατοκάμαρά του είναι κατ΄ αρχάς δική του δουλειά. Δεν σχετίζεται, τουλάχιστον άμεσα, με κάποια συλλογική δραστηριότητα. Επειδή πιστεύουμε ότι ο καθένας έχει ανάγκη από ένα «χώρο» που να ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν τον ίδιο, που να διαφεύγει της συλλογικής-κρατικής δικαιοδοσίας, γι΄ αυτό προστατεύουμε την ιδιωτική ζωή με δικαιώματα που εγγυώνται το απαραβίαστό της. Ο οίκος και ιδιαίτερα η κρεβατοκάμαρα είναι το κέντρο της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου και η ρήση «Τα εν οίκω μη εν δήμω» είναι χαρακτηριστική της αξίωσης προστασίας αυτής της σφαίρας. Τα πράγματα αλλάζουν όσο απομακρυνόμαστε από την κρεβατοκάμαρα και πλησιάζουμε την πλατεία, τον δήμο, την αγορά. Εκεί η δραστηριότητα του ατόμου είναι εξ ορισμού συλλογική, εμπλέκεται άμεσα με άλλους, επομένως το τι κάνει κάποιος δημόσια δεν είναι κατ΄ αρχάς μόνο δική του δουλειά και δεν μπορεί να αξιώνει από τους άλλους και το κράτος να μην ανακατεύονται. Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής είναι ένας παραλογισμός που κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει. Στον δήμο, στην αγορά, ισχύει το ακριβώς αντίθετο της κρεβατοκάμαρας: «Τα εν δήμω μη εν οίκω».

Περισσότερα

Saturday, May 22, 2010

Η κοινοτοπία του κακού

του Θανάση Γιαλκέτση

Ελευθεροτυπία

22 Μαΐου 2004

Αμερικανοί στρατιώτες, που βασάνιζαν Ιρακινούς κρατουμένους στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ, δήλωσαν ότι εκτελούσαν εντολές των ανωτέρων τους. Και οι συγγενείς και φίλοι τους από την Αμερική υποστήριξαν ότι οι βασανιστές στον προηγούμενο βίο τους ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, νομοταγείς πολίτες, ενάρετοι οικογενειάρχες, συμπονετικοί γονείς, καλοί σπουδαστές ή επαγγελματίες.

Πώς μπορεί να ερμηνευτεί η απάνθρωπη και σαδιστική συμπεριφορά τους;

Η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ είχε μιλήσει για την «κοινοτοπία του κακού». Αξίζει να θυμηθούμε την αφορμή. Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος της Γκεστάπο, συλλαμβάνεται από Ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ. Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ώς τις 14 Αυγούστου του 1961. Η Χάνα Αρεντ θα παρακολουθήσει όλη τη διάρκεια της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας New Yorker. Τα άρθρα που έγραψε στη διάρκεια αυτής της περιόδου συναποτελούν το περίφημο βιβλίο της Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ (Θύρσος, 1995).

Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό πράγμα ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε.

Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από μας τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από τη συνήθεια ή την επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση. Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότοπο», να γίνει δηλαδή προσιτό σε κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους.

Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δραστών με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο, επίσης, για ένα κρατικό έγκλημα. Ο ναζισμός βασιζόταν σε πλήρη ανατροπή της νομιμότητας. Η εγκληματική πράξη δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ήταν αντίθετα ο κανόνας. Αυτός ο νέος τύπος εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας.

Το κυριότερο κίνητρό του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία.

Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν επαρκεί. Το δυσεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμά της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι' αυτό που διέπραξε.

Στον Αϊχμαν η απουσία του οίκτου συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης. Πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος ενός κράτους, του οποίου οι διαταγές είναι εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό;

Η καταστροφική επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν εκφράστηκε μόνο με το γεγονός ότι οι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξή τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας».

Με την ανάλυσή της η Αρεντ απέρριψε την εσφαλμένη και καθησυχαστική υπόθεση που θεωρεί ότι οι εγκληματίες είναι πάντοτε διαβολικοί τύποι, ανθρώπινα τέρατα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μιαν έμφυτη κακία - και ότι επομένως εμείς οι υπόλοιποι, οι «φυσιολογικοί» και συνηθισμένοι άνθρωποι είμαστε a priori προστατευμένοι από τον πειρασμό του κακού.

Tuesday, May 11, 2010

Why Bother With the Constitution?

by Stanley Fish

New York Times
May 10, 2010

It’s Supreme Court nomination time again, which means that it will soon be nomination hearing time, which means that Elena Kagan will soon be asked how she believes the Constitution should be interpreted. But just in time comes a new book — “The Living Constitution,” by David A. Strauss — that tells us not to bother about that question because, odd though it might seem, the Constitution does not play a central role in constitutional interpretation.

In the majority of instances, Strauss argues, “the text of the Constitution will play, at most, a ceremonial role.” Even “when a case involves the Constitution, the text routinely gets no attention,” for “on a day-to-day basis, American constitutional law is about precedents, and when precedents leave off, it is about commonsense notions of fairness and good policy.”

Although rhetorically we have a constitutional legal system — one constrained by a command given in the past and embodied in a sacred text — in fact, Strauss contends, we have a common-law legal system “built not on an authoritative, foundational . . . text,” but out of “precedents and traditions that accumulate over time” and serve as a constraint on “transient public opinion.”

More