Saturday, October 29, 2011

Ο δρόμος προς τη δίκαιη κοινωνία

του Θανάση Γιαλκέτση

Ελευθεροτυπία

29 Οκτωβρίου 2011

Οι θεωρίες της δικαιοσύνης που επεξεργάστηκαν ο Χομπς, ο Λοκ, ο Ρουσό, ο Καντ ή, στους σύγχρονους καιρούς, ο Τζον Ρολς, δεν ανέλυαν επαρκώς τον πραγματικό κόσμο, την καθημερινή ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Ο στόχος τους ήταν να επινοήσουν και να σχεδιάσουν τέλειους θεσμούς, υποθέτοντας ότι η ύπαρξη αυτών των θεσμών θα διασφάλιζε την προσχώρηση όλων των πολιτών στο δίκαιο «κοινωνικό συμβόλαιο».

Στο βιβλίο του The Idea of Justice (Harvard University Press, 2009), ο ινδός νομπελίστας οικονομολόγος Αμάρτια Σεν υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αντί να αναζητάει τους τέλειους θεσμούς της δίκαιης κοινωνίας προτιμά να θέτει το ερώτημα: πώς μπορούμε να εξαλείψουμε ή έστω να περιορίσουμε τις υπαρκτές αδικίες και ανισότητες; Ο Αμάρτια Σεν μίλησε για τις ιδέες που αναπτύσσει στο βιβλίο του σε μια συνέντευξη που έδωσε στο ιταλικό περιοδικό L' Espresso. Από τη συνέντευξη αυτή παρουσιάζουμε στη συνέχεια ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.

«Η ιδέα της δικαιοσύνης βρίσκεται στη βάση κάθε δημοκρατίας. Αγανακτούμε μπροστά σε κάθε φανερή αδικία επειδή η δικαιοσύνη είναι στοχαστική: αναφέρεται δηλαδή στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η ιδέα της δικαιοσύνης συνδέεται στενά με την αμεροληψία. Και αν με ρωτήσετε τι είναι η αμεροληψία, απαντώ λέγοντας ότι γι' αυτήν μιλούν ακόμα και τα παιδιά στην τρυφερή τους ηλικία. Σύμφωνα με τον Νόαμ Τσόμσκι, οι γλωσσικές μας ικανότητες (γραμματική, σύνταξη) είναι έμφυτες. Εγώ νομίζω ότι και η αίσθηση της αμεροληψίας είναι έμφυτη. Είναι βιολογικό ζήτημα. Αλλά δεν με ενδιαφέρει η βιολογική πλευρά αυτής της ιστορίας. Γιατί το ζήτημα της αμεροληψίας πρέπει να τοποθετηθεί στο ηθικό πεδίο και όχι σε εκείνο της εξέλιξης του είδους. Αναφέρω ένα παράδειγμα: στους άνδρες και στις γυναίκες αρέσει να κάνουν έρωτα. Και η βιολογική προέλευση της επιθυμίας είναι πιθανότατα η επιβίωση του είδους. Αλλά όταν σαγηνεύουμε ή σαγηνευόμαστε δεν το κάνουμε επειδή σκεφτόμαστε πώς θα διασφαλίσουμε τη συνέχεια του ανθρώπινου γένους. Θέλω να πω με αυτό ότι οι συμπεριφορές μας δεν υπαγορεύονται από έναν ορθολογικό υπολογισμό αιτίας και αποτελέσματος. Ιδού γιατί είναι σημαντικό να έχουμε όλοι μας το αίσθημα της δικαιοσύνης. Αντίθετα, είναι λιγότερο σημαντικό το να κατανοούμε το γιατί το έχουμε.

Περισσότερα

Wednesday, October 26, 2011

James Madison: Ο Πατέρας του Συντάγματος

των Γιούλη Φωκά-Καβαλιεράκη και Αριστείδη Ν. Χατζή


δημοσιευμένο στον τόμο
Οι Εναρκτήριοι Λόγοι των Αμερικανών Προέδρων, 1789-2009: Από τον George Washington έως τον Barack Obama
Επιμέλεια: Αντώνης Μακρυδημήτρης, Μαρία-Ηλιάνα Πραβίτα και Κωνσταντίνος Καπλής
Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011


Όταν διαμορφώνεις ένα τύπο διακυβέρνησης όπου άνθρωποι θα διοικούν άλλους ανθρώπους η μεγάλη δυσκολία έγκειται στο εξής: θα πρέπει πρώτα να δώσεις την δύναμη στην κυβέρνηση να ελέγχει αυτούς που κυβερνά και έπειτα να την υποχρεώσεις να ελέγχει τον εαυτό της.
James Madison


Δεν θα πρέπει να αφαιρεθεί ή να περιοριστεί το δικαίωμα των ατόμων στο λόγο ή στην δημοσίευση αυτών που πιστεύουν. Η δε ελευθερία του τύπου, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προπύργια της ελευθερίας, θα πρέπει να είναι απαραβίαστη.
James Madison


Ο James Madison (1751-1836) υπηρέτησε ως ο 4ος Πρόεδρος των Η.Π.Α. από το 1809 έως το 1817, σε δύο συνεχόμενες θητείες. Υπήρξε ένας από τους επτά σημαντικότερους πατέρες-ιδρυτές (founding fathers) της Αμερικανικής Δημοκρατίας και για πολλούς ο σημαντικότερος, καθώς ήταν ο βασικός συγγραφέας του Αμερικανικού Συντάγματος και των πρώτων τροποποιήσεών του που κατοχύρωναν τα ατομικά δικαιώματα. Ο Madison όμως θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους φιλελεύθερους στοχαστές του τέλους του 18ου αιώνα που κατάφερε να επηρεάσει καταλυτικά με τις ιδέες του όχι μόνο την θεσμική δομή και τις ιδεολογικές βάσεις του νέου έθνους αλλά και πολλών άλλων εθνών στην διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ο Madison γεννήθηκε στην Βιρτζίνια, στις 16 Μαρτίου του 1751. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες της Πολιτείας και ο James ως πρωτότοκος θα απολάμβανε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μια οικονομική άνεση που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την πολιτική και την φιλοσοφία. Το 1769 γράφτηκε στο Princeton (το οποίο τότε ονομαζόταν College of New Jersey) όπου σπούδασε σχεδόν τα πάντα αλλά ιδιαίτερα ιστορία, φιλοσοφία, πολιτική επιστήμη και νομικά. Εκεί, μελετώντας, ήρθε σε επαφή με τους κυριότερους εκπροσώπους του Σκωτικού Διαφωτισμού, όπως τους Frances Hutcheson, David Hume και Adam Smith αλλά επηρεάστηκε καταλυτικά και από τις ιδέες του John Locke, του Isaac Newton και του Jonathan Swift. Επιδεικνύοντας εξαιρετική ικανότητα και επιμέλεια, κατόρθωσε να αποφοιτήσει στα δυο μόλις χρόνια παρά το προβλήματα με την υγεία του. Τα τελευταία τον βασάνιζαν σε όλη του την ζωή, καθώς ήταν ασθενικός και επιπλέον μικρόσωμος και ιδιαίτερα συνεσταλμένος. Όμως ήταν τόσο ισχυρή η προσωπικότητα και η γοητεία που εξέπεμπε ώστε από τη διάρκεια των σπουδών του ήδη μπλέχτηκε στην πολιτική και στις ζυμώσεις της προεπαναστατικής Αμερικής.

Υπό την επιρροή των φιλελεύθερων ιδεών και ενθουσιασμένος με την ευκαιρία που του έδινε η Αμερικανική επανάσταση, επιστρέφοντας στην Βιρτζίνια, ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Το 1776, σε ηλικία μόλις 25 ετών, εκλέγεται μέλος της Επαναστατικής Συνέλευσης της Βιρτζίνια και αμέσως μετά στο κοινοβούλιο της ανεξάρτητης πλέον πολιτείας, όπου και γνωρίζει τον Thomas Jefferson με τον οποίο θα διατηρήσει μια βαθιά και σταθερή φιλία και θα συνεργαστούν στην συνέχεια της πολιτικής του καριέρας.

Εδώ θα βρείτε ένα ηλεκτρονικό ανάτυπο με τη συνέχεια του κειμένου αλλά και τη μετάφραση στα ελληνικά των δύο εναρκτήριων προεδρικών λόγων του James Madison

Tuesday, October 25, 2011

Outside the Law

by Eric A. Posner

Foreign Policy

October 25, 2011

The execution-style killing of Muammar al-Qaddafi by a mob of gunmen in the ruins of Sirte last week put an end to NATO's six-month military intervention in Libya. Unless the country descends into anarchy or an equally abhorrent dictator succeeds Qaddafi, the Libya intervention will be regarded as a victory for the West, for the United States, and for that reluctant but surprisingly fierce warrior, President Barack Obama. And it's a victory that came on the cheap. It is rare thing indeed for the Pentagon to spend as little as $1 billion on a successful military campaign, without losing ten times that amount in the sofa cushions.

But if the Libya intervention turns out to be a political and moral victory, it also illustrates once again the motto, inter arma silent leges -- in times of war, the law falls mute. Both international and U.S. law took a drubbing alongside Qaddafi's ragtag army, casting further doubt upon the already tenuous notion that international military actions can be conducted on a legal basis.

The basis for the intervention under international law was dubious from the start. Libya is a sovereign state and, as a matter of international law, NATO cannot bomb it without a legal justification. The rebels' request for military intervention could not override the government's quite understandable, if regrettable, refusal to give its consent to be bombed. So, the United States and NATO turned to the U.N. Security Council, which enjoys the power under the U.N. Charter to authorize military interventions in foreign countries.

But two problems arose. The first was the legal justification for intervening. The Charter gives the Security Council authority to take actions to promote peace and collective security. But Libya did not threaten its neighbors or any other country. The purpose of the intervention, according to the resolution that authorized it, was to protect Libyan civilians from their government.

More

Wednesday, October 19, 2011

David Bernstein on Rehabilitating Lochner and the Freedom to Contract

Hosted by Nick Gillespie

Reason TV

October 18, 2011

“Either the Commerce Clause gives Congress a plenary power to regulate anything it pleases or it doesn’t; and let’s have that argument,” says George Mason University law professor David Bernstein.

Bernstein goes after progressive attempts to limit economic freedom and liberty of contract in his new book Rehabilitating Lochner: Defending Individual Rights against Progressive Reform, a history of the 1905 case Lochner v. New York. The decision nullified a state law regulating work hours for bakers and became the impetus for a 40-year period where American courts protected economic liberty.

A Lochner rehabilitation has not been easy, Bernstein admits. Many legal experts see Lochner as on par with the infamous Dred Scott decision. The government's encroaching power under the Commerce Clause has also held the case for economic liberty back. But Bernstein remains hopeful and believes both liberals and conservatives have something to gain in reexamining Lochner's implications, which range from protecting the right to an abortion to striking down the health care act’s individual mandate.


More

Do we need Referenda on EU Membership

Debating Europe
October 19, 2011

Last Thursday 13th October Debating Europe, a platform for discussion supported by the European Parliament, brought together British Conservative MP Bill Cash and former Irish Prime Minister John Bruton to a live debate to discuss the future of the Eurozone and the possible effects of its failure. It was a fascinating debate, where the two participants, holding almost polar opposite views, dicussed, among others, the idea of a referedum on EU membership.

Bill Cash is a British Conservative MP and Secretary of the European Reform Forum. Under Prime Minister John Major, he was ringleader of a rebellion over the Maastricht treaty that almost brought down the government.

John Bruton was Irish Taoiseach from 1994 to 1997. He also served as EU Ambassador to the US from 2004–2009, and is a former Vice-President of the European People’s Party (EPP).


More

Thursday, October 13, 2011

Crowds and constitutions

by Thorvaldur Gylfason

Vox
October 13, 2011

Iceland’s economic meltdown has led to a change in its constitution. This column, by one of the 25 people elected to draft the new document, documents the journey.

Iceland has never been particularly good at outsourcing. Insourcing, on the other hand, has been something of a national sport. For example, a few years ago first the nephew and then a close friend of the prime minister were appointed judges on the Supreme Court. When a few years later the prime minister’s son was appointed district judge, a more qualified applicant for the job sued the offending minister and was awarded financial compensation by the Supreme Court (much lower compensation, however, than a lower court had decided). After the financial crash of 2008, to take another example, the government thought it better to appoint a domestic Special Investigation Committee (SIC), rejecting proposals for an international commission of enquiry that would have been beyond all suspicion of partiality. As it happened, the SIC did a good job, but that is another story (Gylfason 2010).

More

Tuesday, October 11, 2011

From crisis to constitution

by Thorvaldur Gylfason

Vox

October 11, 2011

As economic protests continue throughout Europe, many wonder whether such efforts will be in vain. This column explores what happened in Iceland, where a “pots-and-pans” revolution in response to the devastating financial crisis gave rise to a new constitution.


Political upheaval is the most common precursor of constitutional change. The collapse of communism in 1989 produced a large number of new constitutions in East and Central Europe and Asia (Elster 1995). Economic crises are less common triggers of constitutional change. The Great Depression did not prompt the Americans to change their constitution – changes of the law, such as the Glass-Steagall Act of 1933, were thought sufficient.

Pots and pans

Iceland’s spectacular financial collapse in October 2008 was, in effect, political as well as economic. One of the most vocal demands of the “pots-and-pans” revolution that led to a change of government in early 2009 was for a new constitutional order, a new republic even, to replace the provisional constitution from 1944 when Iceland unilaterally separated from occupied Denmark.

The new parliament promised at once to quickly revise the provisional document, essentially a translation of the Danish constitution with a nationally elected president with potentially significant powers substituted for a monarch. This promise was not kept, however, except for a few minor revisions to adjust the article on parliamentary elections to demographic changes, to transit from a bicameral parliament to a unicameral one, and to append, in 1995, some new articles on human rights.

The demand of the pots and pans for an overhaul of the constitution was a demand that the political class – discredited by the collapse of the banks to which it had been so close and so generous[1] – eventually honour the promise it had for so long failed to keep. In its own interest, the political class wanted the constitution to continue to preserve the significant bias of the electoral system in favour of the provinces to safeguard their overrepresentation in parliament (Gylfason et al. 2010, 7,140). The parties behaved as pressure groups of political insiders.

More

Sunday, October 9, 2011

Δημοψήφισμα, μια ατυχής πρωτοβουλία

του Nίκου K. Aλιβιζάτου

Καθημερινή

9 Οκτωβρίου 2011

Είναι γνωστή από παλιά η αδυναμία του Γιώργου Παπανδρέου για την άμεση δημοκρατία και τους θεσμούς της. Υπό την ηγεσία του, το 2006, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης τότε συνταγματικής αναθεώρησης, το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει να διεξάγεται δημοψήφισμα αν το ζητήσει το 5% των πολιτών και να συζητείται υποχρεωτικά στη Βουλή πρόταση νόμου που υποστηρίζει το 3% τουλάχιστον των εκλογέων. Είναι αλήθεια, εξ άλλου, ότι στο τελευταίο προεκλογικό πρόγραμμά του, το ΠΑΣΟΚ δεσμευόταν για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Ο ψόγος, επομένως, περί κυβερνητικού αιφνιδιασμού δεν ευσταθεί. Πολύ περισσότερο που το σχετικό άρθρο του Συντάγματος (άρθρο 44 παρ. 2), αν και είχε αναθεωρηθεί το 1986, δεν είχε τον εκτελεστικό του νόμο.

Παρ’ όλ’ αυτά, λόγω συγκυρίας, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, την περασμένη εβδομάδα, χαρακτηρίσθηκε προσχηματική. «Απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθείτε, την χαρακτήρισε βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ακόμη κι ένα ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ όπως ο κ. Απ. Κακλαμάνης επέσεισε τον κίνδυνο το νομοσχέδιο να αποτελέσει «αρχή δεινών».

Οι επιφυλάξεις αυτές ήταν, κατά τη γνώμη μου, δικαιολογημένες. Διότι, σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και κοινωνικής έντασης σαν κι αυτές που ζούμε, είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι ο λαός μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον του με την απαιτούμενη νηφαλιότητα. Μοιραία, η λογική του μαύρου και του άσπρου θα επικρατήσει, εκεί όπου η λύση –όπως, άλλωστε, διδάσκει και η Ιστορία– περνάει πάντοτε μέσα από τις αποχρώσεις. Οταν τα πνεύματα είναι τόσο οξυμένα, τέτοιες αντιπαραθέσεις δεν συντελούν στο «βάθεμα» της δημοκρατίας, αλλά στη διεύρυνση των χασμάτων και των διαιρέσεων. Πολύ περισσότερο όταν το πότε θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα και σε ποιο ακριβώς ερώτημα θα κληθούν να απαντήσουν οι εκλογείς τα αποφασίζει κατά το Σύνταγμα η κυβερνώσα πλειοψηφία. Διότι, ακόμη κι αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις, είναι πέρα από βέβαιο ότι οι κυβερνώντες, σε στιγμές μεγάλης δοκιμασίας, θα κατηγορηθούν αν όχι για υφαρπαγή, τουλάχιστον για απόπειρα παγίδευσης της λαϊκής ετυμηγορίας.

Περισσότερα

Wednesday, October 5, 2011

Jonathan Israel, "A Revolution of the Mind: Radical Enlightenment and the Intellectual Origins of Modern Democracy"

Democracy, free thought and expression, religious tolerance, individual liberty, political self-determination of peoples, sexual and racial equality--these values have firmly entered the mainstream in the decades since they were enshrined in the 1948 U.N. Declaration of Human Rights. But if these ideals no longer seem radical today, their origin was very radical indeed--far more so than most historians have been willing to recognize. In A Revolution of the Mind, Jonathan Israel, one of the world's leading historians of the Enlightenment, traces the philosophical roots of these ideas to what were the least respectable strata of Enlightenment thought--what he calls the Radical Enlightenment.

Originating as a clandestine movement of ideas that was almost entirely hidden from public view during its earliest phase, the Radical Enlightenment matured in opposition to the moderate mainstream Enlightenment dominant in Europe and America in the eighteenth century. During the revolutionary decades of the 1770s, 1780s, and 1790s, the Radical Enlightenment burst into the open, only to provoke a long and bitter backlash. A Revolution of the Mind shows that this vigorous opposition was mainly due to the powerful impulses in society to defend the principles of monarchy, aristocracy, empire, and racial hierarchy--principles linked to the upholding of censorship, church authority, social inequality, racial segregation, religious discrimination, and far-reaching privilege for ruling groups.

In telling this fascinating history, A Revolution of the Mind reveals the surprising origin of our most cherished values--and helps explain why in certain circles they are frequently disapproved of and attacked even today.

Jonathan Israel is professor of modern history at the Institute for Advanced Study in Princeton. He is in the process of finishing a monumental three-volume history of the Radical Enlightenment, the first two volumes of which, Radical Enlightenment and Enlightenment Contested, have already been published.


                            

Monday, October 3, 2011

Ruling for Open Courts

New York Times
Editorial
October 2, 2011


The American justice system rests on open and transparent proceedings. A recent ruling by Judge James Ware of Federal District Court in San Francisco wisely upheld this principle in ordering the release of a video recording of the civil trial on the constitutionality of Proposition 8, California’s voter-approved ban on same-sex marriage.

The discriminatory measure was struck down last year by Vaughn Walker, the Federal District Court judge who presided at the trial; the case is pending appeal. Judge Ware addressed the separate question of whether the videotape should remain under court seal, as Proposition 8’s supporters urged. Pressing for the videotape’s release were the trial’s victorious plaintiffs, and a media coalition, including The New York Times Company.

More

Thursday, September 29, 2011

The Guilty

by Peter E. Gordon

New Republic

September 29, 2011

This past April marked the fiftieth anniversary of the trial of Adolf Eichmann. Captured in 1960 by the Mossad in Buenos Aires, where he had been living with his family under an assumed name, the former high-ranking SS officer and head of the Gestapo’s Department for Jewish Affairs was flown to Jerusalem, where he stood trial in an Israeli court for his pivotal role in both the design and the implementation of the Final Solution. By mid-August, Eichmann had been sentenced to death. He died by hanging in Ramle Prison in 1962, and it was decided to scatter his ashes at sea to prevent neo-Nazi efforts at commemoration.

The trial represented a true watershed in the postwar struggle to come to terms with the legacy of Nazism and the Holocaust. This anniversary thus serves as an appropriate occasion for assessing its long-term significance. The historian Deborah Lipstadt is an interesting person for the task. Although she is well-known for her studies of the American press during the Holocaust and for her comprehensive indictment of post-Holocaust revisionism, she is surely most famous for her courageous appearance in a British court to fend off charges of libel brought by the Holocaust-revisionist David Irving (an experience that she captured in full legal detail in her book History on Trial in 2005).

Lipstadt is hardly a bashful writer, and it is chiefly her sense of personal mission that distinguishes her narrative of the Eichmann trial. Like many of the works that have appeared in the ‘Jewish Encounters’ series from Schocken and Nextbook, Lipstadt’s book combines a familiar genre of historical summation with a more unusual species of personal and historical reflection. It is a serviceable summary of the events and the major themes of the trial itself. But readers already familiar with this story will not find much to surprise them in Lipstadt’s narrative. More interesting are Lipstadt’s remarks on Hannah Arendt, whose controversial interpretation of the trial is subjected – not surprisingly -- to a severe dismantling. But what will grab the reader’s attention most of all is the unusual way Lipstadt interweaves the narrative of the Eichmann trial with more speculative remarks on its significance in relation to revisionism.

It is worth pondering why a single trial should have had the impact it did. After all, the Eichmann trial was hardly the first courtroom prosecution of former Nazis. By the end of the 1940s, the series of trials carried out by the allied military tribunal at Nuremberg had issued nearly one hundred and fifty guilty verdicts. Lesser-known trials conducted by personnel of the United States military at the former Dachau concentration camps led to an even greater number of guilty verdicts. But the Eichmann trial was different in several ways. First and foremost, it was the trial of a single man rather than a crowd of men. In our own time, especially after the various scandals regarding the past crimes of erstwhile Nazis and collaborators, it is too easy to forget how stunning it must have seemed to witness a trial dedicated to the prosecution of a single individual. The sheer scale of Nazi war-crimes often tempts historians to philosophize in grand ways about the impossibility of representation. But when the isolated war-criminal is sitting in the courtroom in a glass box, some (though only some) of the difficulties of imagining human depravity are removed.

                            

Wednesday, September 28, 2011

The Myth of Judicial Activism

by Clark Neily

Wall Street Journal

September 28, 2011

For decades, politicians and the public have decried "judicial activism." Conservatives denounced the Supreme Court as "activist" when it allowed Guantanamo detainees access to federal courts in Boumedienne v. Bush, while liberals did the same when the court struck down limits on corporate political speech in Citizens United.

But is it true that there are a lot of judges making law instead of enforcing it? According to Government Unchecked, a new report from the Institute for Justice's Center for Judicial Engagement, the answer is emphatically "No."

If lawmaking were a sport, how often would we expect politicians to put the ball in the constitutional basket versus putting up constitutional bricks? In principle, the Supreme Court's strike-down rate should equal the rate that the other branches of government exceed their constitutional authority. Given how often it is accused of activism, one might think the Supreme Court's strike-down rate must be off the charts. In fact, the opposite is true.

Over the 50-year period from 1954 to 2003, Congress enacted 16,015 laws, of which the Supreme Court struck down 104—just two-thirds of 1%. The court struck down an even smaller proportion of federal administrative regulations—about 0.5%—and a still smaller proportion of state laws: 455 out of one million laws passed, or less than one-twentieth of 1%.

More

Read the Report (PDF)

Saturday, September 24, 2011

Geof Stone Addresses First-Year Class

by Geoffrey Stone

University of Chicago Law School
Remarks for the Entering Students Dinner

September 23, 2011

When Dean Schill first invited me to speak this evening, I turned instinctively to memories of my own Entering Students Dinner . . . 43 years ago.

I vividly recall that evening, in this very room. Phil Neal was the Dean, I sat over there (point), at my table were, among others, my still very good friends Barry Alberts, Bart Lee, and Judy Mears (one of the very few women in my class), and the speaker was Grant Gilmore, one of the most distinguished legal scholars of his generation.

But to my surprise, when I thought back to Professor Gilmore speech, I found no memories. I drew a total blank. I had no recollection whatever of what he said, or why.

After reflecting on this for several days, I came to the reluctant and depressing conclusion that such is the likely, if not inevitable, fate of most talks on these sorts of occasions. Students are too distracted, too anxious, too eager to get started, and too curious about one another to hear anything we say on an occasion such as this.

With that rather dreary insight in mind, I decided to scale down my aspirations. If I cannot leave you this evening marked indelibly with some profound wisdom concerning the role of law in American society, then perhaps I can at least offer you something more modest to help you in the days immediately ahead.

More

Sunday, September 18, 2011

Our Progressive Constitution

by Geoffrey R. Stone

Huffington Post

September 17, 2011

Today is Constitution Day. It is a day to reflect, at least for a moment, on the American Constitution and how it has helped to shape our nation over more than two centuries. In simplest form, of course, the Constitution sets forth the rules of governance. It stipulates that there shall be one President, two Houses of Congress, the powers of the national government, limitations on the powers of the state and national governments, the minimum age of the President (35) and so on. In this simple sense, the Constitution establishes the rules of the game.

More fundamentally, however, the Constitution has served as the vehicle through which generations of Americans have made and remade their nation. When one steps back, as one should on Constitution Day, and considers the most profound changes in our society since 1789, it is easy to see that, by any reasonable measure, the Constitution has served in the long run as a progressive document that has enabled us to protect the rights, liberties and well-being of our people.

The original Constitution did not even have a Bill of Rights. That was added soon after ratification of the Constitution to ensure that the new national government would not abridge the freedom of speech or prohibit the free exercise of religion; that it would not engage in unreasonable searches and seizures or inflict cruel and unusual punishment; that it would not deprive people of life, liberty or property without due process of law or convict people of crimes without honoring their rights to a jury trial, to the assistance of counsel, and to present their own witnesses and to confront the witnesses against them.

More

Thursday, September 8, 2011

Monday, September 5, 2011

Court to Give Bundestag Bigger Say in Bailouts

Spiegel
September 5, 2011

On Wednesday, Germany's highest court will announce its ruling on a legal challenge against last year's Greek bailout. It is expected to strengthen the role of the German parliament in future euro bailouts. But German Finance Minister Wolfgang Schäuble has warned that the move could hamper the rescue fund's ability to act.


On Wednesday, eight German Federal Constitutional Court judges will announce their ruling on whether the German contributions to the first Greek bailout in 2010 and to the euro rescue fund were lawful, following a legal challenge brought last year. But they already made up their minds some time ago. Ever since the public hearing on the case in July, it is seen as certain that they will demand that the German parliament be substantially involved in all further rescue operations.

It was "partly accidental, partly intentional" that the date of the ruling, on Sept. 7, comes just a few weeks before the parliamentary vote on the latest measures to stabilize the single currency, the president of the Constitutional Court, Andreas Vosskuhle, said with a smile during a book presentation in Berlin last week.

More

Sunday, August 7, 2011

Why talk about global justice on the anniversary of 9/11?

by Martha Nussbaum

The Chronicle of Higher Education

August 7, 2011

Well, why not? It is a day when people, immersed in busy lives, may actually stop to think in ways that they usually don't. So why not talk about a vitally important topic that usually occupies too little of most people's time? Indeed, shortly after September 11, 2001, I wrote that it might be that disaster itself that would force people's imaginations outward, getting Americans, often so insular, to learn more about the developing world and its problems, since now those other parts of the world had impinged on our own safety.

But here are two discouraging facts about the moral imagination: It is typically narrow, focused on people and things that affect one's own daily life. And it is easily engaged by sensational singular events, rather than by long-term mundane patterns. Adam Smith, in The Theory of Moral Sentiments, drew attention to both defects when he talked about how an earthquake in China would initially arouse great compassion in a "man of humanity" in Europe—until daily life returned with its predictable self-focused events and that same man found himself caring more about a pain in his own finger than about the deaths of a million people he had never met.

By now we know that Smith was right. Studies of our primate heritage (especially by Frans de Waal of Emory University) have shown that the capacity for compassion is one that we share with a number of species. Meanwhile, studies of human infants (particularly by Paul Bloom of Yale University) have demonstrated that from a very early age we are adept "mind readers," able to see the world from someone else's viewpoint. But, like apes, we humans typically deploy our compassion narrowly, with favoritism to ourselves and our circle of relations. And a disaster befalling some particular person whom we vividly imagine often has more force in guiding behavior than a general principle about who is worthy of help and when.

More

Tuesday, July 12, 2011

The Menace Within

by Romesh Ratnesar

Stanford Magazine

July/August 2011

What happened in the basement of the psych building 40 years ago shocked the world. How do the guards, prisoners and researchers in the Stanford Prison Experiment feel about it now?

It began with an ad in the classifieds.

Male college students needed for psychological study of prison life. $15 per day for 1-2 weeks. More than 70 people volunteered to take part in the study, to be conducted in a fake prison housed inside Jordan Hall, on Stanford's Main Quad. The leader of the study was 38-year-old psychology professor Philip Zimbardo. He and his fellow researchers selected 24 applicants and randomly assigned each to be a prisoner or a guard.

Zimbardo encouraged the guards to think of themselves as actual guards in a real prison. He made clear that prisoners could not be physically harmed, but said the guards should try to create an atmosphere in which the prisoners felt "powerless."

The study began on Sunday, August 17, 1971. But no one knew what, exactly, they were getting into.

Forty years later, the Stanford Prison Experiment remains among the most notable—and notorious—research projects ever carried out at the University. For six days, half the study's participants endured cruel and dehumanizing abuse at the hands of their peers. At various times, they were taunted, stripped naked, deprived of sleep and forced to use plastic buckets as toilets. Some of them rebelled violently; others became hysterical or withdrew into despair. As the situation descended into chaos, the researchers stood by and watched—until one of their colleagues finally spoke out.

More

Saturday, July 9, 2011

Death Penalty, Still Racist and Arbitrary

by David R. Dow

New York Times

July 8, 2011

Last week was the 35th anniversary of the return of the American death penalty. It remains as racist and as random as ever.

Several years after the death penalty was reinstated in 1976, a University of Iowa law professor, David C. Baldus (who died last month), along with two colleagues, published a study examining more than 2,000 homicides that took place in Georgia beginning in 1972. They found that black defendants were 1.7 times more likely to receive the death penalty than white defendants and that murderers of white victims were 4.3 times more likely to be sentenced to death than those who killed blacks.

What became known as the Baldus study was the centerpiece of the Supreme Court’s 1987 decision in McCleskey v. Kemp. That case involved a black man, Warren McCleskey, who was sentenced to die for murdering a white Atlanta police officer. Mr. McCleskey argued that the Baldus study established that his death sentence was tainted by racial bias. In a 5-to-4 decision, the Supreme Court ruled that general patterns of discrimination do not prove that racial discrimination operated in particular cases.

More

Wednesday, July 6, 2011

Το Θεσμικό Έλλειμμα

του Αριστείδη Χατζή

Φύλλα Ελευθερίας

Forum για την Ελλάδα
Ιούνιος 2011

Κατέβασε το κείμενο σε PDF

Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο της χειρότερης πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής κρίσης μετά την μεταπολίτευση. Η κρίση είναι κυρίως οικονομική αλλά είναι και πολιτική, καθώς προφανώς θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στο ριζικό μετασχηματισμό του κομματικού συστήματος που διαχειρίστηκε την Ελληνική δημοκρατία τα τελευταία 35 χρόνια. Η οικονομική και η πολιτική κρίση όμως αποτελούν τα συμπτώματα της πολύ σοβαρότερης θεσμικής κρίσης.

Μια επιδερμική προσέγγιση της θεσμικής κρίσης θα την απέδιδε στην απίσχναση της πολιτικής νομιμοποίησης, στην απαξίωση θεσμών όπως το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, η παιδεία, ακόμα και η δικαιοσύνη. Πρόκειται όμως και πάλι για τα εμφανή συμπτώματα μιας βαθύτερης θεσμικής κρίσης που συνοδεύει την ελληνική πολιτεία από την ίδρυσή της. Η κρίση αυτή οφείλεται στην θεσμική ανωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Η θεσμική ανωριμότητα, για τους σκοπούς αυτού του σύντομου κειμένου, ορίζεται απλά ως υπανάπτυξη των θεσμών. Πριν συνεχίσουμε θα πρέπει να δώσουμε κάποιες απαραίτητες διευκρινίσεις και να κάνουμε κάποιες θεμελιώδεις διακρίσεις.

Οι θεσμοί (με την στενή έννοια του όρου που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ) είναι σύνολα κανόνων που σκοπό έχουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των ατόμων μέσα σε μία μικρή κοινότητα αλλά και σε μια μεγάλη κοινωνία. Μπορεί να συνδέονται ή όχι με την κοινωνική ηθική, τη θρησκεία, ή κάποια ιδεολογία αλλά ο βασικός σκοπός τους είναι ένας: η επίτευξη της ομαλής συμβίωσης και της κοινωνικής ευημερίας. Ένα θεσμικό πλαίσιο που δεν εξασφαλίζει ένα από τα δύο είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει.

Οι θεσμοί μπορεί να είναι τυπικοί θεσμοί (formal institutions) που έχουν τη μορφή των τεθειμένων κανόνων δικαίου. Το Σύνταγμα, οι νόμοι και τα κανονιστικά διατάγματα αποτελούν τέτοιου είδους τυπικούς θεσμούς που ουσιαστικά μετουσιώνουν σε κανόνες δικαίου τις επιλογές μιας συγκεκριμένης χρονικά και τοπικά κοινωνίας (ή τουλάχιστον των εκλεγμένων εκπροσώπων της).

Υπάρχουν όμως και οι άτυποι θεσμοί (informal institutions), κυρίως κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς (social norms), που αποτελούν το απαραίτητο υπόβαθρο για να λειτουργήσουν οι τυπικοί θεσμοί. Οι κανόνες αυτοί δεν πηγάζουν από τη νομοθετική διαδικασία. Διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνία, ιδίως όταν υπάρχει απουσία τυπικών θεσμών ή όταν οι τυπικοί θεσμοί δεν φαίνεται να επιλύουν αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα. Η κοινωνία αντιδρά στην αταξία που προκαλούν οι ελλιπείς ή προβληματικοί τυπικοί θεσμοί δημιουργώντας μία «αυθόρμητη τάξη» (spontaneous order) κατά τον F.A. Hayek που διασφαλίζει την ομαλή συμβίωση και ενισχύει την κοινωνική ευημερία.

Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά στην πραγματικότητα όσο φαίνονται στη θεωρία. Πολλές φορές η κοινωνία αργεί πολύ να εμφανίσει τους άτυπους θεσμούς ή αυτοί που εμφανίζει δεν επιλύουν τα προβλήματα και ίσως δημιουργούν χειρότερα. Σε αρκετές περιπτώσεις θεσμοί που ήταν κάποτε αποτελεσματικοί έχουν γίνει παρωχημένοι και πλέον δεν μπορούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους αλλά αποτελούν μάλλον τροχοπέδη.

Μία τέτοιου είδους προβληματική περίπτωση είναι και η ελληνική. Εδώ το πρόβλημα είναι το σοβαρό θεσμικό έλλειμμα και σε τυπικούς και σε άτυπους θεσμούς.

Καταρχήν υπάρχει σοβαρό έλλειμμα στους τυπικούς θεσμούς ή μάλλον σε αποτελεσματικούς τυπικούς θεσμούς. Η Ελλάδα δεν διαθέτει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την οικονομική ανάπτυξη. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την προστασία της ιδιοκτησίας, την εφαρμογή των συμβάσεων, την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης, τις θεσμικές λύσεις στις αποτυχίες των αγορών, τα κίνητρα για επενδύσεις, την υψηλή ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και κυρίως την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Φυσικά υπάρχει πλήθος νόμων και διατάξεων που υποτίθεται ότι επιχειρούν να πετύχουν όλα τα παραπάνω. Όμως αυτό το νομικό πλαίσιο συνήθως είναι απαρχαιωμένο ή βασίζεται σε σκουριασμένες ιδεολογίες και αντιλήψεις. Το παράδειγμα των κανόνων που ρυθμίζουν την ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα και ιδιαίτερα το πατερναλιστικό και συντηρητικό άρθρο 16 του Συντάγματος, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που το θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές, οι στόχοι του δεν επιτυγχάνονται αυτόματα. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα οι νομικοί έχουν μάθει να ξεχωρίζουν το δίκαιο των βιβλίων από το δίκαιο της πράξης (law in books / law in action κατά τον χρήσιμο διαχωρισμό του μακροβιότερου κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Harvard, Roscoe Pound). Δεν έχει σημασία τι νόμους έχεις, πόσο πλήρεις είναι, ποια είναι η νομοτεχνική ποιότητά τους. Αυτό που μετράει είναι αν εφαρμόζονται και πώς εφαρμόζονται. Αυτό που πραγματικά ισχύει (και όχι αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να ισχύει) είναι το πραγματικό δίκαιο, το δίκαιο της πράξης.

Αν δούμε για παράδειγμα τη νομοθεσία που προσπαθεί να περιορίσει και να καταπολεμήσει τη διαφθορά στην Ελλάδα και να εξασφαλίσει συνθήκες αξιοκρατίας, υγιούς ανταγωνισμού και περιορισμού της προσοδοθηρίας (rent-seeking) θα αντιληφθούμε γιατί ο συνδυασμός ενός αναποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου και της ακόμα αναποτελεσματικότερης εφαρμογής του οδηγούν στην ελληνική εκδοχή του «δικαίου της πράξης» που πολλές φορές ταυτίζεται ακόμα και με την ανομία.

Ενώ πιο πάνω υπονοήσαμε ότι ο ρόλος των άτυπων θεσμών είναι καταρχήν επικουρικός, στην πραγματικότητα είναι όχι μόνο πρωταγωνιστικός αλλά και καθοριστικός για την ανάπτυξη των τυπικών θεσμών. Οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, η εμπιστοσύνη (trust), το κοινωνικό κεφάλαιο (social capital) δημιουργούν το απαραίτητο θεσμικό υπόστρωμα για να λειτουργήσει το δίκαιο. Ακόμα και το πιο αποτελεσματικό δίκαιο των συμβάσεων δεν μπορεί να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία της αγοράς που δεν βασίζεται στην εμπιστοσύνη και δεν αξιολογεί υψηλά την «καλή φήμη» (reputation) που αποκτάται από την καλή συναλλακτική συμπεριφορά. Ακόμα και το πιο προωθημένο και σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο δεν μπορεί να διασφαλίσει το κράτος δικαίου αν δεν βασίζεται σε μία παράδοση κοινωνίας πολιτών (civil society) – που δυστυχώς στην Ελλάδα απουσιάζει.

Το επίπεδο των άτυπων θεσμών στην Ελλάδα είναι παρατηρήσιμο ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού (χωρίς δηλαδή να είναι απαραίτητη η χρήση των εργαλείων που προσφέρουν οι κοινωνικές επιστήμες για να εντοπισθούν οι θεσμικές στρεβλώσεις). Ο τρόπος οδήγησης, παρκαρίσματος, ο σεβασμός των οδηγών προς τους πεζούς, η συνολική οδική συμπεριφορά στην Ελλάδα σε σχέση με εκείνη στις χώρες της δυτικής Ευρώπης αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η θεσμική ανωριμότητα φτάνει στο ακραίο παράδειγμα της απουσίας ακόμα και των απολύτως απαραίτητων κανόνων συντονισμού (coordination). Ένα διαφορετικό παράδειγμα (αλλά όμοιο στην ουσία του) αποτελεί ο τρόπος (κατά)χρήσης των δημόσιων αγαθών ενώ δεν μπορεί κανείς να μην αναφέρει και πάλι το παράδειγμα της διαφθοράς όπου η κοινωνική ανοχή απέναντί της εξασφαλίζει την σχεδόν καθολική και αυτόματη συμμετοχή.

Μια κοινωνία όμως που πάσχει θεσμικά είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί να δράσει συλλογικά. Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται ουσιαστικά σε μια Χομπσιανού τύπου «κατάσταση της φύσης» (state of nature), όπου ο καθένας αντιμετωπίζει τον άλλο ως εχθρό του, σε μια κατάσταση αέναου διλήμματος του φυλακισμένου. Σ’ αυτή την κατάσταση, ό,τι και να κάνουν οι άλλοι, εσένα σε συμφέρει να επιδιώξεις μυωπικά το δικό σου στενό προσωπικό συμφέρον. Βέβαια στο τέλος θα βγεις κι εσύ χαμένος – αλλά δεν υπάρχει άλλη καλύτερη εναλλακτική - είναι η «κυρίαρχη στρατηγική» (dominant strategy). Για να ξεπεράσεις το δίλημμα θα πρέπει να έχεις την απαραίτητη ωριμότητα που θα σε υποχρεώσει να βλέπεις μακροπρόθεσμα και να αντιμετωπίζεις τα άτομα δίπλα σου όχι ως ευκαιριακούς ανταγωνιστές ή πιθανά θύματα αλλά ως μακροχρόνιους συνεργάτες.

Το δίλημμα του φυλακισμένου αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία του μηχανισμού της «αόρατης χειρός» (invisible hand) που οδηγεί την κοινωνία στην αυτορρύθμιση και την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας παρά το ότι τα άτομα φέρονται εγωιστικά. Στις περιπτώσεις διλήμματος φυλακισμένου όμως η αδυναμία συντονισμού και η απουσία συνεργασίας οδηγεί όχι μόνο σε μείωση της κοινωνικής ευημερίας αλλά σε μείωση της ατομικής ευημερίας όλων των εμπλεκομένων (είναι δηλαδή από τη φύση του ένα παίγνιο αρνητικού αθροίσματος). Η μοναδική λύση στις καταστάσεις διλήμματος φυλακισμένου αλλά και στο γενικότερο πρόβλημα της συλλογικής επιλογής (collective action) είναι καταρχήν η ανάδυση άτυπων θεσμών και αν χρειαστεί η δημιουργία τυπικών θεσμών.

Οι ιστορικοί λόγοι για τους οποίους η ανάδυση άτυπων θεσμών στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από σημαντική υστέρηση αλλά και οι λόγοι για τους οποίους οι άτυποι θεσμοί που αναδύονται δεν αποτελούν αποτελεσματικούς κοινωνικούς κανόνες αλλά θεσμούς που μετατρέπουν τη διατομική σύγκρουση σε σύγκρουση διανεμητικών συσπειρώσεων στα πλαίσια μιας κατακερματισμένης κοινωνίας δεν μπορούν να συζητηθούν σε ένα σύντομο κείμενο όπως αυτό. Άλλωστε προφανώς η εξήγηση δεν είναι τόσο εύλογη, ούτε μπορεί να αναχθεί αποκλειστικά σε ιστορικές αιτίες.

Φυσικά το κρίσιμο ερώτημα έχει να κάνει με τον αν και με ποιους τρόπους μια κοινωνία μπορεί να ωριμάσει θεσμικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση με ποιους τρόπους μπορεί να το πετύχει αυτό η Ελλάδα.

Προφανώς δεν υπάρχει συνταγή που να εγγυάται επιτυχία, ούτε είναι αποτελεσματική πάντοτε η μεταφορά επιτυχημένων θεσμών. Σε μια θεσμικά ανώριμη χώρα δεν μπορείς να εισάγεις θεσμούς που λειτουργούν ικανοποιητικά σε θεσμικά ώριμες χώρες αλλά μόνο θεσμούς που είναι κατάλληλοι γι’ αυτή. Δηλαδή θεσμούς που λαμβάνουν υπόψη τη θεσμική ανεπάρκεια και απευθύνονται σε πολίτες και αξιωματούχους με χαμηλό βαθμό θεσμικής ωριμότητας.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: δεν νομίζω να υπάρχει δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας στον κόσμο που να προσλαμβάνει ένα στέλεχος ή και απλό υπάλληλο χωρίς προφορική συνέντευξη. Πέραν της επιβεβαίωσης των στοιχείων του βιογραφικού η συνέντευξη δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις πολύ καλύτερα την προσωπικότητα του μελλοντικού σου συνεργάτη απ’ ότι μια έντυπη αίτηση. Γι’ αυτό σχεδόν παντού η σχετική βαθμολογία είναι αποφασιστική για την πρόσληψη. Αλλά η προφορική συνέντευξη ως κριτήριο επιλογής ταιριάζει σε ώριμες θεσμικά κοινωνίες. Σε κοινωνίες ανώριμες θεσμικά, όπως η ελληνική, η συνέντευξη εξελίχθηκε σ’ αυτό που όλοι προέβλεψαν: σε παραθυράκι πελατειακών σχέσεων. Προφανώς λοιπόν η προφορική συνέντευξη δεν θα πρέπει να συγκαταλέγεται στους τρόπους επιλογής των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα. Αντίθετα οι αυστηρές, τυπολατρικές, σχεδόν αυτοματοποιημένες διαδικασίες τύπου ΑΣΕΠ είναι κατάλληλες για την ελληνική πραγματικότητα.

Οι κανόνες που έχουν τη μορφή γενικών ρητρών (legal standards) και που παρέχουν διακριτική ευχέρεια είναι προφανώς ποιοτικά καλύτεροι στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές και η υπερεκνομίκευση δημιούργησαν αποπνικτικές συνθήκες στα δίκαια των πιο ανεπτυγμένων χωρών. Ταυτόχρονα, η εμπέδωση των δημοκρατικών διαδικασιών, της διάκρισης των εξουσιών και κυρίως της φιλελεύθερης δημοκρατικής κουλτούρας επέτρεψαν την ευεργετική χρήση τους, απαλλαγμένης σε μεγάλο βαθμό από το κόστος τυχόν αυθαιρεσιών. Οι γενικές ρήτρες είναι κατάλληλες για ώριμες (πολιτικά, νομικά και κοινωνικά) κοινωνίες. Προσφέρουν στο νομικό τους σύστημα την απαραίτητη ευελιξία, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου και την πολιτική ισονομία.

Η Ελλάδα όμως δεν είναι μια από τις ώριμες κοινωνίες. Η απουσία κανόνων δεοντολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, η αναξιοπιστία της δημόσιας διοίκησης, η ιδιωτική ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία και η κουλτούρα της διαφθοράς, αλλά και η αναγκαιότητα θεσμών όπως το ΑΣΕΠ ή οι πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, το υποδηλώνουν. Έτσι, η έλλειψη γενικά αποδεκτών και σεβαστών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς καθιστά αναγκαίους τους αυστηρούς κανόνες. Η σταθερή εφαρμογή τους και η απαρέγκλιτη τήρησή τους μπορεί να οδηγήσει κάποτε σε μια θεσμική κουλτούρα που θα μπορεί να διαχειριστεί γενικές ρήτρες.

Ένας άλλος τρόπος απεμπλοκής από τον φαύλο κύκλο που δημιουργούν οι καταστάσεις διλήμματος του φυλακισμένου είναι μετά από σοβαρές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις. Το σοκ που δημιουργεί στο σύστημα ένα φαινόμενο όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης, που απαξιώνει και διαβρώνει απολιθωμένες πρακτικές και καθιστά ιδιαίτερα ζημιογόνους θεσμούς που μέχρι πρόσφατα γίνονταν ανεκτοί λόγω της αδράνειας, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.

Κινδυνεύοντας να εμπλακούμε σε μια συζήτηση που ξεκίνησαν οι αφελείς και εντυπωσιακά αντιεπιστημονικές απόψεις της Ναόμι Κλάιν, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την ευεργετική επίδραση που μπορεί να έχει μία σοβαρή κρίση σε μια κοινωνία που μαστίζεται από θεσμικές σκληρώσεις, καιροσκοπικές πρακτικές και απαξιωμένες ιστορικά ιδεοληψίες. Είναι χαρακτηριστικό και το εξής: τη θεωρία συνωμοσίας της Ναόμι Κλάιν που βλέπει πίσω από κάθε κρίση τον δάκτυλο μίας ανθρωπομορφικής αλλά και μεταφυσικών διαστάσεων παγκόσμιας τάξης, δέχτηκαν στην Ελλάδα με ανακούφιση οι φορείς των πλέον συντηρητικών, αντιδραστικών και ξεπερασμένων αντιλήψεων.

Η τρίτη πιθανή λύση στη θεσμική ανωριμότητα εμπλέκει τη νέα θεωρία των οικονομικών των θεσμών. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο γνωστό θεώρημα (Coase theorem) του νομπελίστα Οικονομολόγου Ronald Coase και πρωτοτυπεί ως προς το εξής (σε σχέση με τα παραδοσιακά οικονομικά): θεωρεί τους θεσμούς όχι περιορισμούς αντίστοιχους των φυσικών περιορισμών αλλά αντίθετα εργαλεία για την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Στα πλαίσια των σχετικών θεωριών προτείνονται λύσεις που περιλαμβάνουν από συνταγματικές μεταρρυθμίσεις (συνταγματική κατοχύρωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, συστήματα ελέγχων και ισορροπιών, θεσμικές δεσμεύσεις που καταπολεμούν την προσοδοθηρία και τη διαφθορά) έως απλές ρυθμίσεις που έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ισχυρά κίνητρα για την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και να αποτρέψουν συμπεριφορές λαθρεπιβάτη.

Είναι φανερό ότι η Ελλάδα, στο χειρότερο στάδιο της μεταπολιτευτικής της πορείας, έχει τουλάχιστον την τελευταία ευκαιρία που επιβάλλει ο ίλιγγος της αβύσσου. Αν αυτή η τελευταία ευκαιρία δεν περιλαμβάνει μια ριζική θεσμική μεταρρύθμιση, είναι απολύτως βέβαιο ότι το περισσότερο που θα καταφέρει θα είναι η ψευδαίσθηση ενός στέρεου εδάφους που στην πραγματικότητα όμως είναι κινούμενη άμμος.


Κατέβασε το κείμενο σε PDF

Τα Φύλλα Ελευθερίας στο Facebook

Εδώ θα βρείτε την ιστοσελίδα του Forum για την Ελλάδα και εδώ την σελίδα του στο Facebook.

Εδώ θα βρείτε ένα σχετικό επιστημονικό άρθρο (για τους τυπικούς και άτυπους θεσμούς στην Αρχαία Αθήνα) που έγραψα με τον συνάδελφο Τάσο Καραγιάννη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν από εδώ.